- κοπραγωγός
- -ό (Α κοπραγωγός, -όν)αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγάονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο, κατά τη δράση τών οποίων δεν ερεθίζεται το έντερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -αγωγός (< ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. νυμφ-αγωγός, χρηματ-αγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.