κοπραγωγός

κοπραγωγός
-ό (Α κοπραγωγός, -όν)
αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά
ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο, κατά τη δράση τών οποίων δεν ερεθίζεται το έντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -αγωγός (< ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. νυμφ-αγωγός, χρηματ-αγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοπραγωγόν — κοπραγωγός carrying dung masc/fem acc sg κοπραγωγός carrying dung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπραγωγοί — κοπραγωγός carrying dung masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπραγωγούς — κοπραγωγός carrying dung masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπραγωγῷ — κοπραγωγός carrying dung masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπραγωγώ — κοπραγωγῶ, έω (Α) [κοπραγωγός] μεταφέρω κόπρο …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • κοπραγωγῶν — κοπραγωγέω carry dung pres part act masc nom sg (attic epic doric) κοπραγωγός carrying dung masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”